- βλαστοκοπέω
- βλαστο-κοπέω,A cut off young shoots, in [voice] Pass.,
ὅταν ὑπὸ πνευμάτων -ηθῇ Thphr.HP4.14.6
, cf. CP5.9.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὅταν ὑπὸ πνευμάτων -ηθῇ Thphr.HP4.14.6
, cf. CP5.9.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βλαστοκοπηθῇ — βλαστοκοπέω cut off young shoots aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)